ποτάμιος

ποτάμιος
ποτάμιος
of
masc nom sg
ποτάμιος
of
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποτάμιος — α, ο / ποτάμιος, ον, ΝΜΑ, και ποτάμείος Α [ποταμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποταμό ή προέρχεται από αυτόν, ποταμήσιος (α. «ποτάμια ύδατα» β. «παρ ὄχθαις ποταμίαις», Αισχύλ. γ. «ποτάμια ποτά», Σοφ. δ. «ποτάμιος κύκνος», Ευρ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ποταμίους — ποτάμιος of masc acc pl ποτάμιος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάμιοι — ποτάμιος of masc nom/voc pl ποτάμιος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλιάκμων — Ποτάμιος θεός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύας ή του Παλαιστίνου, γιου του Ποσειδώνα και της Πιερίας. Όταν ο Παλαιστίνος πληροφορήθηκε τον φόνο του Α. σε κάποια μάχη, έπεσε στον ποταμό Κονασό που μετονομάστηκε Παλαιστίνος (σήμερα Στρυμόνας).… …   Dictionary of Greek

  • ποταμίαις — ποτάμιος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμίαισι — ποτάμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμίαισιν — ποτάμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμίης — ποτάμιος of fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάμιαι — ποτάμιος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάμι' — ποτάμια , ποτάμιον neut nom/voc/acc pl ποτάμια , ποτάμιος of neut nom/voc/acc pl ποτάμια , ποτάμιος of neut nom/voc/acc pl ποτάμιε , ποτάμιος of masc voc sg ποτάμιε , ποτάμιος of masc/fem voc sg ποτάμιαι , ποτάμιος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”